ἡμιξύρητος

ἡμιξύρητος
ἡμιξύρητος
half-shorn
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ημιξύρητος — ἡμιξύρητος, ον (Α) εν μέρει, κακώς, ατελώς ξυρισμένος, μισοξυρισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ξυρητός (< ξυρώ «ξυρίζω»)] …   Dictionary of Greek

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”